- εξωτερικές υποθέσεις
- надворешни работи
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… … Dictionary of Greek
διπλωμάτης — ο (θηλ. διπλωμάτις και διπλωμάτισσα, η) 1. επίσημος αντιπρόσωπος μιας κυβέρνησης σε ξένη χώρα 2. ανώτερος υπάλληλος που ασχολείται με εξωτερικές υποθέσεις τού κράτους 3. ο επιδέξιος σε συζητήσεις, συνεννοήσεις, συναλλαγές 4. ανειλικρινής,… … Dictionary of Greek
ρεΐζης — ο, Ν πρόεδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. reis «εφέντης, ανώτατος αξιωματούχος τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με διάφορες κατά εποχές αρμοδιότητες, ο οποίος τον 19ο αιώνα αναφέρεται ως υπεύθυνος για. τις εξωτερικές υποθέσεις»] … Dictionary of Greek
Αρούμπα — Νησί της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, υπερπόντια κτήση και αυτόνομο τμήμα της Ολλανδίας στις Ολλανδικές Αντίλλες. Η έκταση του νησιού είναι 193 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 70.007 κάτ. (2001). Πρωτεύουσα της Α. είναι το Οράνγεσταντ.Νησί … Dictionary of Greek
Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος — (Κωνσταντινούπολη 1791 – Αίγινα 1865). Αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Φοίτησε αρχικά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Πίζα της Ιταλίας. Το 1812 διορίστηκε γραμματέας του θείου του,… … Dictionary of Greek